ὀλιγαχοῦ

ὀλιγαχοῦ
ὀλῐγ-ᾰχοῦ, Adv.
A in a few places,

πάνυ που ὀ. Pl.Chrm.160c

, cf. Arist.Rh.1404b29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολιγαχού — ὀλιγαχοῡ (Α) επίρρ. σε λίγους τόπους, σε λίγα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος, με ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. αλλαχού, μοναχού) + επιρρμ. κατάλ. οῦ] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγαχοῦ — in a few places indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • πανταχού — ΝΜΑ επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ) αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.) 2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”